... O Ρήγας Θεσσαλός, ή Βελεστινλής, το Φερραίος του αποδόθηκε μετά τον θάνατο του, υπήρξε πρόδρομος και πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, υπήρξε Πρωτομάρτυρας της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. To εγκατέλειψε πολύ νωρίς, αφού πρώτα πήρε τη βασική του μόρφωση. Αρχικά σπούδασε στη Ζαγορά και στ' Αμπελάκια. Εργάστηκε ως δάσκαλος στα χωριά του Πηλίου. Στα 23 του σκότωσε κάποιο Τούρκο κι άρχισε τη περιπλάνηση του στον Όλυμπο και το 'Αγιον Όρος.
Μετά, το1785, εγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη κι εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, όπου γνωρίστηκε με τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη και το 1786 τον ακολούθησε στη Μολδαβία.
Το 1788 γνώρισε κι ακολούθησε τον ηγεμόνα της Βλαχίας, Νικόλαο Μαυρογένη, ως διοικητικός υπάλληλος στο Βουκουρέστι, όπου άρχισε να εργάζεται για την υλοποίηση του σχεδίου της ίδρυσης Βαλκανικής Ομοσπονδίας και της απελευθέρωσης του Γένους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν διακρίθηκε ως λόγιος συγγραφέας. Το 1790 και το 1796 ταξίδεψε στη Βιέννη για να τυπώσει τα βιβλία του, μεταξύ αυτών το «Σχολείο Των Ντελικάτων Εραστών», το «Φυσικής Απάνθισμα», ο «Ηθικός Τρίποδας» κι ο «Ανάχαρσις». Ως κορυφαίο έργο του, πάντως, θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις Των Κατοίκων Της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, Των Μεσογείων Νήσων & Της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε:
-τον "Θούριο", γνωστό επαναστατικόν άσμα
-μιαν επαναστατική προκήρυξη
-διακήρυξη δικαιωμάτων του ανθρώπου σύμφωνα με πρότυπα Γάλλων Διαφωτιστών
-το "Σύνταγμα" του Ρήγα
Για το σκοπό αυτό άρχισε επαφές με τον Ναπολέοντα και τύπωνε επαναστατικό υλικό με προκηρύξεις, χάρτες, εικόνες κ.α. Το 1796 εγκαταστάθηκε στη Βιέννηγια να 'ναι κοντά στην Ελληνική Παροικία. Το πολιτικόν όραμα του, συνίστατο στη δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας, που θα 'ταν απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής που οι Έλληνες θα 'χανε κυρίαρχη θέση. Για τη πραγματοποίηση αυτού του στόχου προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής Χερσονήσου στουςΟθωμανούς, εναντίον του κοινού τυράννου.
Στις 19 Δεκέμβρη 1797, ύστερα από προδοσία, αποκαλυφθήκανε στηΤεργέστη τα κιβώτια που περιείχανε τις επαναστατικές του προκηρύξεις. Τότε ο ίδιος κι 7 σύντροφοί του συνελήφθησαν και παραδόθηκαν από την Αυστριακήκυβέρνηση στον πασά του Βελιγραδίου. Επί 40 ημέρες έζησαν τη θηριωδία τωνΤούρκων μες από πολλά βασανιστήρια και στις 12 Ιουνίου 1798στραγγαλίστηκαν. Ο Ρήγας ήτανε μόλις 41 ετών.
Θούριος
Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για τη πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις και να 'σαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι' αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητ' άλλοι τόσοι και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι ναν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
(Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί,
και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν,
κάμνουν τον όρκον.)
Όρκος Κατά Τυραννίας & Αναρχίας
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Το Τέλος Του Όρκου
Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.